ἀστάθμητος — unsteady masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστάθμητος — η, ο (AM ἀστάθμητος, ον) [σταθμώ] 1. ο αζύγιστος 2. ο αβαρής 3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες») 4. ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. ο κινητός, ο άστατος 2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
αστάθμητος — η, ο άδηλος, αβέβαιος, αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί από πρωτύτερα: Αστάθμητοι παράγοντες ανατρέψανε την πορεία των γεγονότων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσταθμητότερον — ἀστάθμητος unsteady adverbial comp ἀστάθμητος unsteady masc acc comp sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθμητότατον — ἀστάθμητος unsteady masc acc superl sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθμήτως — ἀστάθμητος unsteady adverbial ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάθμητον — ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθμητοτάτῳ — ἀστάθμητος unsteady masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθμητότερα — ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθμητότεροι — ἀστάθμητος unsteady masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθμήτοις — ἀστάθμητος unsteady masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)